- ειλυός
- εἰλυός και ἰλυός, ο (Α)ο ειλυθμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰλυός — εἰλῡός , εἰλυός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλυός — εἰλῡός , εἰλυός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλύος — εἰλύς mire fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειλεός — Το δεύτερο και τελικό τμήμα του λεπτού εντέρου· επίσης, η οξεία απόφραξή του. Ειλεοτυφλική βαλβίδα ονομάζεται ο σχηματισμός στο σημείο όπου ενώνονται ο ε. και το παχύ έντερο. ε. εκ χολολίθου. Απόφραξη του εντέρου. Προκαλείται από χολόλιθο, ο… … Dictionary of Greek
ειλύω — εἰλύω (Α) 1. περιτυλίσσω, σκεπάζω 2. κινούμαι κουλουριάζοντας το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ρίζα *welu (αρχ. ελλ. Fελυ ), παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής IE *wel «στρέφω, κυλίω» (βλ. λ. ειλώ), τής οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού… … Dictionary of Greek
εἰλυοῖς — εἰλῡοῖς , εἰλυός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλυοί — εἰλῡοί , εἰλυός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλυούς — εἰλῡούς , εἰλυός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλυῶν — εἰλῡῶν , εἰλυός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
u̯el-7, u̯elǝ-, u̯lē- — u̯el 7, u̯elǝ , u̯lē English meaning: to turn, wind; round, etc.. Deutsche Übersetzung: “drehen, winden, wälzen” Note: extended u̯el(e)u , u̯l̥ ne u , u̯(e)lei (diese also “umwinden, einwickeln = einhũllen”) Material: A.… … Proto-Indo-European etymological dictionary